κυριακός

κυριακός
I
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Κ. (2ος αι. μ.Χ.). Τόσο αυτός όσο και ο Χριστιανός ήταν νήπια τα οποία αποκεφαλίστηκαν στη Ρώμη επί Αντωνίνου (138-160), επειδή, κατά την παράδοση, ψέλλιζαν το όνομα του Ιησού. Η μνήμη τους τιμάται στις 24 Μαΐου.
2. Κ. (3ος αι. μ.Χ.). Μαρτύρησε στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου με ξίφος, μαζί με τον Διονύσιο και τον Ανδρόνικο. Η μνήμη τους τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου.
3. Κ. (4ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με την παράδοση, πρόκειται γι’ αυτόν που υπέδειξε στην αγία Ελένη τον τόπο όπου ήταν κρυμμένος ο Τίμιος Σταυρός. Αργότερα έγινε επίσκοπος Ιεροσολύμων, αλλά επί Ιουλιανού του Παραβάτη πέθανε μαρτυρικά. Μαζί του μαρτύρησε και η μητέρα του, Άννα. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Οκτωβρίου.
4. Κ ο Ασκητής (Κόρινθος 448 – 555 μ.Χ.). Ήταν ανιψιός του αρχιεπισκόπου Πέτρου. Σε ηλικία 18 ετών έγινε μοναχός στη Μονή Λαύρας του Μεγάλου Ευθυμίου, στα Ιεροσόλυμα. Στη συνέχεια μόνασε στην έρημο Ραβά, στη Λαύρα του Σουκά και στην έρημο Νατουφά. Επέστρεψε αργότερα στην έρημο Ραβά, στην τοποθεσία Σουσακείμ, όπου πέθανε, σύμφωνα με την παράοδση, σε ηλικία 107 ετών. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Σεπτεμβρίου.
5. Κ. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Βλ. λ. Κυριακός. Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως (2).
II
Όνομα δύο πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως.
1. Κ. Α’ (; – 230). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (214-230). Διαδέχθηκε τον Φιλάδελφο, ενώ αναγράφεται στους καταλόγους και ως Κυριλλιανός.
2. Κ. Β’ (; – 606). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (595-606). Υπήρξε διάδοχος του Ιωάννη του Νηστευτή. Είχε υπηρετήσει ως πρεσβύτερος και οικονόμος της Μεγάλης Εκκλησίας. Αγιοποιήθηκε και η μνήμη του τιμάται από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στις 27 Οκτωβρίου.
III
Επώνυμο αγωνιστών του 1821.
1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τη Λακωνία και έγινε πρόκριτος Λακωνίας, επειδή ήταν εγγράμματος. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και συνεργάστηκε μαζί του για την προετοιμασία του Αγώνα. Στη διάρκειά του διετέλεσε πληρεξούσιος και μετά την απελευθέρωση τάχθηκε με την παράταξη των αντιπάλων του Ιωάννη Καποδίστρια. Επί Όθωνα υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις.
2. Γεώργιος. Καταγόταν από την Τρίπολη και αναφέρεται επίσης με το επώνυμο Κυριακόπουλος. Διετέλεσε τραπεζίτης του Ιμπραήμ και του Χουρσίτ. Αργότερα μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και ανέλαβε την επιτήρηση των ενεργειών των Τούρκων. Τον αντιλήφθηκαν όμως, τον αιχμαλώτισαν και τον κρέμασαν με διαταγή του Μεχμέτ-Σαλίχ.
3. Ζαχαρίας. Καταγόταν από την Άνδρο και ήταν μητροπολίτης Σαντορίνης. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και προσέφερε σημαντικά χρηματικά ποσά για τον εξοπλισμό πολεμικών πλοίων.
4. Παναγής. Πρόκριτος Καλαμάτας. Τον συνέλαβαν όμηρο τις παραμονές της Επανάστασης και τον φυλάκισαν στην Τρίπολη. Απελευθερώθηκε από έναν μουσουλμάνο, τον οποίο είχε ευεργετήσει ο Κ. και υπηρέτησε με αυταπάρνηση τον Αγώνα.
5. Χαράλαμπος. Γεννήθηκε στην Κύπρο και το πραγματικό του επώνυμο ήταν Διακούδης. Πολέμησε στην Πελοπόννησο και τραυματίστηκε στο Ναυαρίνο. Μετά την απελευθέρωση υπηρέτησε στη χωροφυλακή.
6. Χατζή Γιάννης. Πρόκριτος Καλαμάτας. Σκοτώθηκε κατά την εισβολή των Αιγυπτίων.
* * *
-ή, -ό (AM κυριακός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κύριο, στον Θεό (α. «κυριακή προσευχή» β. «κυριακός οίκος» — η Εκκλησία
γ. «κυριακός δείπνος» — η θεία μετάληψη
δ. «κυριακή ημέρα» — η Κυριακή)
2. (το ουσ. ως κύριο όν.) το Κυριακό(ν)
(ενν. δώμα)
ο ναός, η εκκλησία
3. το ουδ. ως ουσ. το κυριακοδρόμιο(ν)
νεοελλ.
αυτός πού αναφέρεται στην ημέρα Κυριακή ή γίνεται ή λειτουργεί την Κυριακή («κυριακή αργία»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε κύριο ή δεσπότη
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυριακός
πνεύμα το οποίο επικαλούνταν κατά τις μαγείες.
επίρρ...
κυριακῶς (Μ)
κατά τον τρόπο τού Κυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κυρι-ακός < κύριος (πρβλ. ηλι-ακός < ήλιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυριακός — κῡριακός , κυριακός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυριακός, Πέτρος — (Αθήνα 1893 – 1984). Ηθοποιός και ποιητής. Ορφανός και αυτοδίδακτος, ξεκίνησε τη ζωή του ως υποδηματοποιός. Παράλληλα εργαζόταν ως ερασιτέχνης καραγκιοζοπαίκτης στο Μεταξουργείο. Εκεί τον γνώρισε ο καραγκιοζοπαίκτης Αντώνης Μόλλας και τον… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακός ο Αγκωνίτης — (Ανκόνα 1391 – Κρεμόνα 1452). Ιταλός περιηγητής και αρχαιολόγος. Νεότατος άρχισε να ταξιδεύει ως έμπορος σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Περιηγήθηκε πολλές φορές την Ιταλία και τις ελληνικές περιοχές (από το 1412 έως το 1449), φτάνοντας έως την… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακός, Ιωάννης — (Σύρος 1818 – Κωνσταντινούπολη 1869). Ηθοποιός και θιασάρχης του πρώτου ελληνικού θιάσου που εμφανίστηκε στην Αθήνα. Ήταν αδελφός του μετέπειτα δημάρχου Αθηναίων Παναγή Κυριακού. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή με τον θίασο που συγκροτήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακός, Χρήστος — (Αθήνα 1944 –). Σεναριογράφος και λογοτέχνης. Από τους πιο ικανούς σεναριογράφους του εγχώριου κινηματογράφου, κυρίως των δεκαετιών 1960 και 1970, διακρίθηκε επίσης στη δημοσιογραφία και στη μυθιστοριογραφία. Έργα του είναι: Το σπίτι με τον… …   Dictionary of Greek

  • Διομήδης-Κυριακός — Επώνυμο γνωστής οικογένειας από τις Σπέτσες, μέλη της οποίας διακρίθηκαν κατά τον 19ο και τον 20ό αι. 1. Αλέξανδρος (Αθήνα 1875 – 1950). Οικονομολόγος και πολιτικός. Ήταν γιος του Νικολάου Δ. K. (βλ. 6.). Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών… …   Dictionary of Greek

  • Βαρβαρέσος, Κυριάκος — (Αθήνα 1884 – 1957). Οικονομολόγος. Άρχισε τη σταδιοδρομία του το 1911 ως υπάλληλος του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, το 1918 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της πολιτικής οικονομίας στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1923 έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Μαυρέας, Κυριάκος — (Αθήνα 1902 – 1958). Ηθοποιός του θεάτρου. Εμφανίστηκε σε νεαρή ηλικία στο θέατρο, αρχικά ως τενόρος (στην επιθεώρηση Παναθήναια με τον θίασο Παπαϊωάννου, το 1920) και κατόπιν άρχισε να ερμηνεύει με εξαιρετική απόδοση διάφορους κωμικούς ρόλους. Η …   Dictionary of Greek

  • Πιτσικόλι, Κυριακός — (Pizzicolli). Ιταλός περιηγητής και αρχαιολόγος, γνωστότερος ως Κυριακός ο Αγκωνίτης …   Dictionary of Greek

  • Αγριομάτης, Κυριάκος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Κρανίδι της Αργολίδας. Πήρε μέρος στις πολιορκίες της Τρίπολης, του Ναυπλίου και της Κορίνθου και πολέμησε στα Δερβενάκια και στο Νεόκαστρο. Πέθανε το 1865 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”